ἀλφεσί-βοιος

ἀλφεσί-βοιος

ἀλφεσί-βοιος, α, ον (vgl. ἀλφάνω), 1) παρϑένοι, Hom. einmal, Iliad. 18, 593 ἠίϑεοι καὶ παρϑένοι ἀλφεσίβοιαι, Rinder einbringende, für welche ihre Freier viele Rinder als Brautgeschenke darbringen, Scholl. Ariston. Iliad. 11, 244 ἡ διπλῆ, ὅτι ϑρέμματα ἐδίδοσαν οἱ μνηστευόμενοι πρὸς τὴν ἐξήγησιν τῶν ἀλφεσ-βοίων παρϑένων, ὅτι εἰσὶν αἱ ἀλφαίνουσαι βόας, ὅ ἐστιν εὑρίσκουσαι, vgl. Scholl. 18, 593 Apoll. lex. Hom. 23, 32 u. s. Lehrs Aristarch. p. 198; – H. Ven. 119. – 2) ὕδωρ, rindernährendes oder (Rinder einbringendes, d. i.) die Wiesen befruchtendes Wasser, Aesch. Suppl. 835; Alex. Aet. 5, 8.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ισόβοιος — ἰσόβοιος ον (Α) 1. αυτός που έχει αξία ενός βοδιού 2. (κατά τον Ησύχ.) το ουδ. ως ουσ. τὸ ἰσόβοιον άνθος με μήκωνα (παπαρούνα). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱσ(ο) * + βοιος (< βοῦς), πρβλ. ἀλφεσί βοιος, μυριό βοιος] …   Dictionary of Greek

  • εχέβοιον — ἐχέβοιον, τὸ (Α) ο ιμάντας που προσδένεται στον ζυγό τού αρότρου, το μεσάβοιον*. [ΕΤΥΜΟΛ. < εχε * (< έχω I) + βοιος, ον (< *βόFιος), τ. στον οποίο απαντά ως β συνθετικό η λ. βους πρβλ. αλφεσί βοιος, εκατόμ βιος] …   Dictionary of Greek

  • αρχεσίμολπος — ἀρχεσίμολπος, ον (Α) (για μούσα) αυτή που αρχίζει το τραγούδι. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχεσι (< αρχε *, κατά το πρότυπο των συνθέτων του τύπου ακεσί μβροτος, αλγεσί θυμος, αλφεσί βοιος κ.ά.) + μολπος < μέλπω «ψάλλω, τραγουδώ»] …   Dictionary of Greek

  • φοβεσάνωρ — ορος, ὁ, ἡ, Α αυτός που φοβίζει τους ανθρώπους. [ΕΤΥΜΟΛ. < φοβεσ(ι) (< φοβῶ) + άνωρ (< ἀνήρ, ἀνδρός), πρβλ. λιπεσ άνωρ. Η μορφή τού α συνθετικού κατά το αρχεσι (< αρχε * κατά το πρότυπο τών σύνθ. σε σι , πρβλ. ἀλγεσί θυμος, ἀλφεσί… …   Dictionary of Greek

  • φοβεσιστράτη — ἡ, Α (ως προσωνυμία τής θεάς Αθηνάς) αυτή που προκαλεί φόβο στα αντίπαλα στρατεύματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φοβεσ(ι) (< φοβῶ) + στρατός. Η μορφή τού α συνθετικού αναλογικά προς το αρχεσι (< αρχε * κατά το πρότυπο τών σύνθ. σε σι , πρβλ. ἀλγεσί… …   Dictionary of Greek

  • αλφεσίβοιος — ἀλφεσίβοιος, α, ον (Α) 1. αυτός που φέρνει, που προσκομίζει βόδια 2. φρ. «παρθένοι ἀλφεσίβοιαι», αυτές που προσκόμιζαν στους γονείς τους πολλά βόδια από τους μνηστήρες, δηλ. αυτές που θαυμάζονταν από πολλούς, οι πολύφερνες, οι περιζήτητες «ὕδωρ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”