ἀλυκτάζω

ἀλυκτάζω

ἀλυκτάζω (ἀλύω), in Unruhe, Angst sein, Her. 9, 70.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • αλυκτάζω — και αλυκτώ ( έω) [αλυκτώ] 1. περιπλανιέμαι ανήσυχος, φοβισμένος 2. πέφτω σε αγωνία, αμηχανία, απογοήτευση 3. φοβάμαι, κρύβομαι …   Dictionary of Greek

  • ἀλυκτάζει — ἀλυκτάζω wander distraught pres ind mp 2nd sg ἀλυκτάζω wander distraught pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἠλύκταζον — ἀλυκτάζω wander distraught imperf ind act 3rd pl (attic epic ionic) ἀλυκτάζω wander distraught imperf ind act 1st sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλυκτῶ — ἀλυκτάζω wander distraught fut ind act 1st sg (attic epic doric ionic aeolic) ἀλυκτέω wander distraught pres subj act 1st sg (attic epic doric) ἀλυκτέω wander distraught pres ind act 1st sg (attic epic doric aeolic) ἀλυκτός to be shunned… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλύκταζον — ἀ̱λύκταζον , ἀλυκτάζω wander distraught imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) ἀ̱λύκταζον , ἀλυκτάζω wander distraught imperf ind act 1st sg (doric aeolic) ἀλυκτάζω wander distraught imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) ἀλυκτάζω wander distraught… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αλυκτώ — (I) ἀλυκτῶ ( έω) (Α) [ἀλύω] βλ. αλυκτάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < *ἀλυκτὸς < ἀλυκ , θ. τού ρ. ἀλύσσω. ΠΑΡ. αρχ. ἀλυκτάζω]. (II) ( εω) (Α ἀλυκτῶ) υλακτώ* (για νεοελλ. ερμηνεύματα βλ. αλυχτώ). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑλακτώ, με αμοιβαία μετάθεση τών φωνηέντων υ και …   Dictionary of Greek

  • αλύω — ἀλύω και ἀλύω (Α) 1. είμαι βαθιά ταραγμένος, αναστατωμένος ή λυπημένος, βρίσκομαι εκτός εαυτού 2. είμαι πολύ συγκινημένος από χαρά 3. βρίσκομαι σε αμηχανία, έχω σαστίσει, δεν ξέρω τί να κάνω 4. νιώθω πλήξη, ανία 5. είμαι καταπονημένος 6. είμαι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”