ἀλυκρός

ἀλυκρός

ἀλυκρός, = ϑαλυκρός, lau, Nic. Al. 385.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • αλυκρός — ἁλυκρὸς ά, όν (Α) θερμός, χλιαρός. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. συνδέεται ετυμολογικά με τη λ. ἁλέα (Ι), και πλάστηκε κατά τον τ. θαλυκρὸς ή προήλθε πιθ. από εσφαλμένο διαχωρισμό τής λ. σε θ’ ἁλυκρός. Οπωσδήποτε η άποψη αυτή είναι προβληματική, γιατί… …   Dictionary of Greek

  • ἁλυκρός — lukewarm masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁλυκρά — ἁλυκρός lukewarm neut nom/voc/acc pl ἁλυκρά̱ , ἁλυκρός lukewarm fem nom/voc/acc dual ἁλυκρά̱ , ἁλυκρός lukewarm fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁλυκρόν — ἁλυκρός lukewarm masc acc sg ἁλυκρός lukewarm neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θαλυκρός — θαλυκρός, ά, όν (Α) θερμός, διάπυρος («θαλυκρὸν κέντρον ἐρωτομανίης» καυτό κεντρί ερωτικής μανίας). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Το κ στο θ. ανάγεται πιθ. σε ένα ΙΕ χειλοϋπερωικό qw (πρβλ. θάλπω). Οι τ. θαλύψαι, θαλύ < πτ > εσθαι αποτελούν… …   Dictionary of Greek

  • su̯el-2 —     su̯el 2     English meaning: to smoulder, burn     Deutsche Übersetzung: ‘schwelen, brennen”     Material: O.Ind. svárati “radiates, shines “; svargá m. “ sky “; Gk. εἵλη, εἴλη, ἕλη f. “ solar warmth, sunlight “, γέλαν αὐγήν ἡλίου, lak. βέλα… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”