- περι-κρεμάννῡμι
περι-κρεμάννῡμι (s. κρεμάννυμι), herumhängen, Sp.; u. im med. περικρέμαμαι, herumhangen, λαγαρὸν δειρῇ δέρμα περικρέμαται, Paul. Sil. 10 (V, 264); Nonn.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
περι-κρεμάννῡμι (s. κρεμάννυμι), herumhängen, Sp.; u. im med. περικρέμαμαι, herumhangen, λαγαρὸν δειρῇ δέρμα περικρέμαται, Paul. Sil. 10 (V, 264); Nonn.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κρεμώ — και κρεμάζω και κρεμνώ, μέσ. παθ. κρεμώμαι και κρέμομαι και κρέμο(υ)μαι και κρεμ(ν)ιέμαι (AM κρεμῶ, άω και κρεμνῶ, άω και κρεμάζω, μέσ. παθ. κρέμομαι, Α και κρεμάννυμι και κρεμαννύω, επικ. τ. κρεμόω, Μ και κρεμμῶ, μέσ. παθ. κρέμομαι και κρέμουμαι … Dictionary of Greek