- ἀλυσίδιον
ἀλυσίδιον, τό, Kettchen, VLL. auch ἁλυσείδιον, B. A. 380.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀλυσίδιον, τό, Kettchen, VLL. auch ἁλυσείδιον, B. A. 380.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αλυσίδιον — ἁλυσίδιον και είδιον (Α) βλ. αλυσίδι. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποκορ. τής λ. ἅλυσις] … Dictionary of Greek
αλυσίδι — το (AM ἁλυσίδιον και είδιον) μικρή αλυσίδα, αλυσιδάκι ή απλώς αλυσίδα νεοελλ. 1. αλυσοειδές κόσμημα του λαιμού, περιδέραιο 2. λυσίδι, μικρή ποσότητα νήματος, μέρος τής «κούκλας», τσικλί, ματσάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. ἁλυσίδιν < μτγν. ἁλυσίδιον,… … Dictionary of Greek
COPULA — apud Capitolin. Maximino Iuniore, c. 1. Dextrocherium cum copula de hyacinthis quatuor etc. ea pars dextrocherii est. quâ iungitur et copulatur; vel taenia potius utrâque dextrocherii parte pendens, quâ dextrocherium alligabatur. Gloss. Copula,… … Hofmann J. Lexicon universale
αλυσιδωτός — ή, ό (AM ἁλυσιδωτός, ή, όν) αυτός που είναι κατασκευασμένος, πλεγμένος σε μορφή αλυσίδας νεοελλ. 1. αυτός που έχει σχήμα αλυσίδας 2. αλλεπάλληλος, συνεχής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἅλυσις από θέμα ἁλυσιδ (< ἁλυσίδιον;) ή αναλογικά προς το φολιδωτός] … Dictionary of Greek