- ἀλυσθαίνω
ἀλυσθαίνω, krank, schwach sein, Nic. Th. 427; Hippocr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀλυσθαίνω, krank, schwach sein, Nic. Th. 427; Hippocr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αλυσθαίνω — ἀλυσθαίνω και ἀλυσταίνω (AM) 1. είμαι ασθενής ή αδύνατος 2. έχω αγωνία, ανυπομονησία, αδημονώ 3. αισθάνομαι ανία, βαρυθυμώ, ασθενώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλύω, πιθ. κατ’ επίδραση τής λ. ἀσθενής. ΠΑΡ. αρχ. ἀλυσθμαίνω] … Dictionary of Greek
αλύω — ἀλύω και ἀλύω (Α) 1. είμαι βαθιά ταραγμένος, αναστατωμένος ή λυπημένος, βρίσκομαι εκτός εαυτού 2. είμαι πολύ συγκινημένος από χαρά 3. βρίσκομαι σε αμηχανία, έχω σαστίσει, δεν ξέρω τί να κάνω 4. νιώθω πλήξη, ανία 5. είμαι καταπονημένος 6. είμαι… … Dictionary of Greek
αλυσθμαίνω — ἀλυσθμαίνω (Α) αλυσθαίνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλυσθαίνω* < ἀλύω] … Dictionary of Greek
αλησθύω — ἀλησθύω και –ίω (Α) παράλληλος τύπος τού ρήματος ἀλυσθαἰνω* … Dictionary of Greek