- ἀλυσιδωτὸς
ἀλυσιδωτὸς ϑώραξ, Kettenpanzer, Pol. 6, 23, 15 u. a. Sp
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀλυσιδωτὸς ϑώραξ, Kettenpanzer, Pol. 6, 23, 15 u. a. Sp
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἁλυσιδωτός — wrought in chain fashion masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλυσιδωτός — ή, ό (AM ἁλυσιδωτός, ή, όν) αυτός που είναι κατασκευασμένος, πλεγμένος σε μορφή αλυσίδας νεοελλ. 1. αυτός που έχει σχήμα αλυσίδας 2. αλλεπάλληλος, συνεχής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἅλυσις από θέμα ἁλυσιδ (< ἁλυσίδιον;) ή αναλογικά προς το φολιδωτός] … Dictionary of Greek
αλυσιδωτός — ή, ό επίρρ. ά 1. ο φτιαγμένος με αλυσίδες: Στο μεσαίωνα οι ιππότες φορούσαν αλυσιδωτό θώρακα. 2. αυτός που μοιάζει με αλυσίδα: Τα λάθη του ήταν αλυσιδωτά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἁλυσιδωτά — ἁλυσιδωτός wrought in chain fashion neut nom/voc/acc pl ἁλυσιδωτά̱ , ἁλυσιδωτός wrought in chain fashion fem nom/voc/acc dual ἁλυσιδωτά̱ , ἁλυσιδωτός wrought in chain fashion fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁλυσιδωτόν — ἁλυσιδωτός wrought in chain fashion masc acc sg ἁλυσιδωτός wrought in chain fashion neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁλυσιδωτοῖς — ἁλυσιδωτός wrought in chain fashion masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁλυσιδωτοί — ἁλυσιδωτός wrought in chain fashion masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁλυσιδωτοῦ — ἁλυσιδωτός wrought in chain fashion masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁλυσιδωτούς — ἁλυσιδωτός wrought in chain fashion masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁλυσιδωτή — ἁλυσιδωτός wrought in chain fashion fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άλυση — η (Α άλυσις εως) η αλυσίδα αρχ. κρίκος αλυσιδωτής πανοπλίας. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται ετυμολογικά με ρ. *wel(u) «στρέφω, συστρέφω, κυλιώ», η οποία απαντά και στους τ. ἔλυτρον, εἰλύω, ἕλιξ, η δε δάσυνσή της δεν μπορεί να ερμηνευθεί με βεβαιότητα… … Dictionary of Greek