- ἀλυστάζω
ἀλυστάζω, Hes. u. E. M., für ἀλύω.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀλυστάζω, Hes. u. E. M., für ἀλύω.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αλύω — ἀλύω και ἀλύω (Α) 1. είμαι βαθιά ταραγμένος, αναστατωμένος ή λυπημένος, βρίσκομαι εκτός εαυτού 2. είμαι πολύ συγκινημένος από χαρά 3. βρίσκομαι σε αμηχανία, έχω σαστίσει, δεν ξέρω τί να κάνω 4. νιώθω πλήξη, ανία 5. είμαι καταπονημένος 6. είμαι… … Dictionary of Greek