- ἀθροιστικὰ
ἀθροιστικὰ ὀνόματα, Sammelnamen, Apoll. D. constr. 1, 13; σύνδεσμοι, copulative, ibd. 2, 14.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀθροιστικὰ ὀνόματα, Sammelnamen, Apoll. D. constr. 1, 13; σύνδεσμοι, copulative, ibd. 2, 14.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀθροιστικά — ἀθροιστικός given to accumulation neut nom/voc/acc pl ἀθροιστικά̱ , ἀθροιστικός given to accumulation fem nom/voc/acc dual ἀθροιστικά̱ , ἀθροιστικός given to accumulation fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αθροιστικός — Αυτός που έχει σχέση με την άθροιση. (Γραμμ.) Αθροιστικά ή περιληπτικά ονόματα. Αυτά που στον ενικό αριθμό έχουν περιληπτική σημασία π.χ. η βουλή (αντί οι βουλευτές), ο στρατός (αντί οι στρατιώτες), η πόλη (αντί οι πολίτες) κλπ. αθροιστικές ή… … Dictionary of Greek
αθροιστικός — ή, ό 1. αυτός που έχει σχέση με την άθροιση: Είχε κάμει μερικά αθροιστικά σφάλματα. 2. ως όρος στη γραμματική «αθροιστικά ονόματα» (αλλιώτικα «περιληπτικά»), αυτά που στον ενικό αριθμό έχουν περιληπτική σημασία: Βουλή (βουλευτές), στρατός… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
απόλυση — Η νομότυπη απομάκρυνση του εργαζομένου από την εργασία του. Στον ιδιωτικό τομέα, συνίσταται στη μονομερή καταγγελία της σύμβασης εργασίας μεταξύ της επιχείρησης και του μισθωτού, πάντοτε μέσα στα πλαίσια και τις προϋποθέσεις που καθορίζονται… … Dictionary of Greek
φωτογραφία — Φυσικοχημική μέθοδος με την οποία αποτυπώνονται μόνιμα οι εικόνες πραγματικών αντικειμένων, καθώς αυτές σχηματίζονται ως είδωλα σε ένα σκοτεινό θάλαμο. Οι εικόνες που λαμβάνονται μπορεί να είναι ασπρόμαυρες ή έγχρωμες. Σχηματικά μπορούμε να… … Dictionary of Greek