- ἀ-θριπ-ήδεστος
ἀ-θριπ-ήδεστος, nicht wurmstichig; dazu ein superl. ἀϑριπηδέστατος, Theophr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀ-θριπ-ήδεστος, nicht wurmstichig; dazu ein superl. ἀϑριπηδέστατος, Theophr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αθριπήδεστος — ἀθριπήδεστος, ον (Α) ο μη σκωληκόβρωτος, αυτός που δεν έχει φαγωθεί από σκουλήκια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + θριπ , θ. του θρίψ θριπός, ο (= σκουλήκι που τρώει το ξύλο, το σαράκι) + ἐδεστός, ρημ. επίθ. του ρ. ἔδω «τρώω», με έκταση του ε σε η (… … Dictionary of Greek