- ἀμμ-ώδης
ἀμμ-ώδης, ες, sandig, χώρα, Pol. 12, 3, 2.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀμμ-ώδης, ες, sandig, χώρα, Pol. 12, 3, 2.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κοχλακώδης — κοχλακώδης, ῶδες (Α) γεμάτος χαλίκια («ὀρεινὰ χωρία κοχλακώδη», Θεόφρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κόχλαξ, α κ ος + κατάλ. ώδης (πρβλ. αμμ ώδης, πετρ ώδης)] … Dictionary of Greek