ἀ-δήλητος

ἀ-δήλητος

ἀ-δήλητος, unverletzt, ἔϑειραι Ap. Rh. 2, 709; Nonn.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • θεοδήλητος — θεοδήλητος, ον (Α) αυτός που προέρχεται ως τιμωρία από τον θεό. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + δήλητος (< δηλούμαι «καταστρέφω»), πρβλ. κεντρο δήλητος, ξιφο δήλητος] …   Dictionary of Greek

  • κεντροδήλητος — κεντροδήλητος, ον (Α) αυτός που βασανίζει με κέντρο, με αιχμηρό βασανιστήριο όργανο («ὀδύναις κεντροδηλήτοις», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κέντρον «όργανο βασανισμού» + δήλητος (< δηλοῦμαι «πληγώνω, προξενώ βλάβη»), πρβλ. θεο δήλητος, ξιφο… …   Dictionary of Greek

  • ξιφοδήλητος — ξιφοδήλητος, ον (Α) 1. αυτός που σκοτώθηκε, που βρήκε τον θάνατο από ξίφος 2. αυτός που προέρχεται από ξίφος, που γίνεται με ξίφος («ξιφοδηλήτῳ θανάτῳ» με θάνατο που επήλθε από ξίφος). [ΕΤΥΜΟΛ. < ξίφος + δήλητος (< δηλοῦμαι «πληγώνω,… …   Dictionary of Greek

  • παντοδήλητος — ον, Μ αυτός που καταστρέφει τα πάντα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παντ(ο) * + δήλητος (< δηλοῦμαι «πληγώνω, προξενώ βλάβη»), πρβλ. α δήλητος, ξιφο δήλητος] …   Dictionary of Greek

  • συοδήλητος — ον, Α αυτός που φονεύθηκε από κάπρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < σῦς, συός «χοίρος» + δήλητος (< δηλοῦμαι «πληγώνω, προξενώ βλάβη»), πρβλ. θεο δήλητος, ξιφο δήλητος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”