- ἀ-δήρῑτος
ἀ-δήρῑτος, kampflos, ungekämpft, πόνος Il. 17, 42 (ἅπαξ εἰρημ.); Polyb. 1, 2, 3; unbestritten, unbezwinglich, ἀνάγκης σϑένος Aesch. Pr. 105. – Adv. -ίτως, unbestritten, unzweifelhaft, Plut., z. B. Pomp. 76.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀ-δήρῑτος, kampflos, ungekämpft, πόνος Il. 17, 42 (ἅπαξ εἰρημ.); Polyb. 1, 2, 3; unbestritten, unbezwinglich, ἀνάγκης σϑένος Aesch. Pr. 105. – Adv. -ίτως, unbestritten, unzweifelhaft, Plut., z. B. Pomp. 76.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
περιδήριτος — ον, Α αυτός για τον οποίο μάχονται πολλοί, περιμάχητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + δήριτος (< δηρίομαι < δῆρις «μάχη, αγώνας διένεξη»)] … Dictionary of Greek
πολυδήριτος — ον, Α αυτός για τον οποίο δημιουργούνται πολλές φιλονικίες, αυτός για τον οποίο γίνονται πολλές έριδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + δῆρις, ιτος «μάχη» (πρβλ. αμφι δήριτος)] … Dictionary of Greek