ὀξίνης

ὀξίνης

ὀξίνης, ὁ, οἶνος, saurer Wein, Krätzer, dem χρηστὸς οἶνος entgeggstzt, Plut. de tranq. anim. 8; und adjectiv., χυμός, herb, als eigenthümlicher Geschmack des unreifen Weines bezeichnet, der nachher in den οἰνώδης übergeht, doch auch den ῥοιαί u. μῆλα beigelegt, Qu. nat. 5, während πικρός von der Olive gilt. – Uebertr., ϑυμός, Ar. Vesp. 1082, u. von Menschen ὁ ὀξ., der Sauertopf, mürrisch, grämlich, Equ. 1301.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • οξίνης — ὀξίνης, ὁ (Α) 1. ως επίθ., (για κρασί) αυτός που έχει όξινη γεύση, ξινός («ὀξίνης οἶνος», Ιπποκρ.) 2. ως ουσ. κρασί με όξινη γεύση, που διακρίνεται από το ξίδι 3. μτφ. κακός χαρακτήρας, δύστροπος, ενοχλητικός, δυσάρεστος («ἄνδρα μοχθηρὸν πολίτην …   Dictionary of Greek

  • ὀξίνης — sharp masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀξίναι — ὀξίνης sharp masc nom/voc pl ὀξίνᾱͅ , ὀξίνης sharp masc dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀξίνη — ὀξίνης sharp masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀξίνην — ὀξίνης sharp masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀξίνου — ὀξίνης sharp masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀξίνῃ — ὀξίνης sharp masc dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀξίνα — ὀξίνᾱ , ὀξίνης sharp masc nom/voc/acc dual ὀξίνης sharp masc voc sg ὀξίνᾱ , ὀξίνης sharp masc gen sg (doric aeolic) ὀξίνης sharp masc nom sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀξίναν — ὀξίνᾱν , ὀξίνης sharp masc acc sg (epic doric aeolic) ὀξίνης sharp masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άλατα — Στη χημική ορολογία ορίζονται ως ά. χημικές ενώσεις, που το μόριό τους αποτελείται από μέταλλο και από αλατογονικό υπόλειμμα ενός οξέος, δηλαδή από ό,τι μένει όταν από το μόριο ενός οξέος αφαιρεθεί το υδρογόνο. Για να διασαφηνιστεί η σύσταση… …   Dictionary of Greek

  • αίμα — Ρευστός ιστός του οποίου τα στερεά κυτταρικά στοιχεία αιωρούνται σε μια ροώδη μεσοκυττάρια ουσία, που ονομάζεται πλάσμα. Κυκλοφορεί σε ένα σύστημα αγγείων, το κυκλοφορικό σύστημα, και αντιπροσωπεύει για τα ανώτερα ζώα το μέσο με το οποίο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”