ὀνίδιον

ὀνίδιον

ὀνίδιον, τό, dim. von ὄνος, Eselchen, Ar. Vesp. 1306.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ὀνίδιον — little ass neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ονίδιο — το (Α ὀνίδιον) [όνος] μικρός όνος, γαιδουράκι αρχ. στον πληθ. τὰ ὀνίδια κόπρος όνων …   Dictionary of Greek

  • όνος — ο (ΑΜ ὄνος, Α και ὄνος, ή) 1. λόγια ονομασία τού γαιδάρου 2. γένος ψαριών, αλλ. ονίσκος 3. στον πληθ. ως κύριο όν. Όνοι αστρον. δύο αστέρες που ανήκουν στον αστερισμό τού Καρκίνου 4. φρ. α) «όνου σκιά» καθετί το ανύπαρκτο ή ευτελές και ασήμαντο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”