- ἀν-ίδρωτος
ἀν-ίδρωτος, nicht in Schweiß gesetzt; ohne gymnastische Uebung, Xen. Cyr. 2, 1, 29.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀν-ίδρωτος, nicht in Schweiß gesetzt; ohne gymnastische Uebung, Xen. Cyr. 2, 1, 29.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἱδρῶτος — ἱδρώς sweat masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στερεώνω — στερεῶ, όω, ΝΜΑ και στεριώνω Ν, και στερρῶ, όω Α [στερεός / στερρός / στέριος] 1. καθιστώ κάτι στερεό, σταθερό (α. «στερεώνω τον τοίχο» β. «στερεοῡν τοὺς πόδας», Ξεν.) 2. συνεκδ. α) καθιστώ κάτι ισχυρό, ενισχύω («βουλόμενοι διὰ πόνων καὶ ἱδρῶτος… … Dictionary of Greek
συνεξικμάζω — Α αποβάλλω κάτι με μορφή υγρασίας μαζί με κάτι άλλο («διὰ τὴν ἀκαθαρσίαν τοῡ σώματος ἡ κίνησις... συνεξικμάζει τὰ περιττώματα μετὰ τοῡ ἱδρῶτος», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐξικμάζω «αποβάλλω υγρασία»] … Dictionary of Greek