ὀξίνα

ὀξίνα

ὀξίνα, , die spitzige Egge, occa, Hesych. beschreibt genau, ἐργαλεῖόν τι γεωργικὸν σιδηροῦς γόμφους ἔχον, ἑλκόμενον ὑπὸ βοῶν.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • οξίνα — ὀξινα, ἡ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ἐργαλεῑόν τι γεωργικὸν σιδηροῡς γόμφους ἔχον, ἑλκόμενον ὑπὸ βοῶν». [ΕΤΥΜΟΛ. Διαλεκτικός τ. που ανάγεται σε IE *ogetā «σβάρνα» και συνδέεται με λατ. occa, αρχ. γαλατ. ocet, βρετον. oged, αρχ. άνω γερμ. egida, λιθουαν …   Dictionary of Greek

  • ὀξίνα — ὀξίνᾱ , ὀξίνης sharp masc nom/voc/acc dual ὀξίνης sharp masc voc sg ὀξίνᾱ , ὀξίνης sharp masc gen sg (doric aeolic) ὀξίνης sharp masc nom sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀξίναν — ὀξίνᾱν , ὀξίνης sharp masc acc sg (epic doric aeolic) ὀξίνης sharp masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θείο — Χημικό στοιχείο με σύμβολο S (από το λατινικό sulphur). Ανήκει στην έκτη ομάδα του περιοδικού συστήματος και στην πρώτη υποομάδα, με ατομικό αριθμό 16, ατομική μάζα 32,06, ενώ έχει τρία σταθερά ισότοπα. Συναντάται στη φύση, είτε στη στοιχειακή… …   Dictionary of Greek

  • βαφή — Διαδικασία κατά την οποία προσδίδεται στις υφαντικές ίνες, με την προσθήκη ειδικών ουσιών, ο επιθυμητός χρωματισμός. Πριν από τη β., οι ίνες ή το ύφασμα πλένονται προσεκτικά για να απομακρυνθούν ξένες ύλες ή ακαθαρσίες που τις είχαν από την αρχή… …   Dictionary of Greek

  • πλαγιόκλαστα — Σημαντική οικογένεια πυριτικών ορυκτών: πρόκειται για ασβεστονατριούχους αστρίους, και είναι πολύ διαδομένα στα εκρηξιγενή, ιζηματογενή και μεταμορφωμένα πετρώματα. Τα π. αποτελούνται από ισόμορφο παράμειξη δύο ορυκτών: αλβίτη (NaAlSi3O8) και… …   Dictionary of Greek

  • βάσεις — Χημικές ενώσεις που χαρακτηρίζονται από την ικανότητα να διίστανται στα υδατικά διαλύματά τους δίνοντας τα υδροξύλια (ΟΗ), η συγκέντρωση των οποίων είναι ευθέως ανάλογη με την ισχύ της βάσης. Το φαινόμενο αυτό της ηλεκτρολυτικής διάστασης είναι… …   Dictionary of Greek

  • θειικό οξύ — Ανόργανη χημική ένωση, με τύπο H2SΟ4. Η παρασκευή του ήταν γνωστή εδώ και αιώνες από τους αλχημιστές. Βρίσκεται ελεύθερο στη φύση στα νερά του Ρίο Τίντο στην Ισπανία. Είναι η σημαντικότερη ένωση του θείου και αποτελεί ένα από τα κύρια προϊόντα… …   Dictionary of Greek

  • άμυλο — Χημική ένωση που αποτελείται από άνθρακα, υδρογόνο και οξυγόνο και ανήκει στην τάξη των απλών πολυσακχαριτών, ο γενικός τύπος των οποίων είναι Χ [(C6H10O5)n] όπου n είναι ένας αριθμός που αντιπροσωπεύει μερικές εκατοντάδες μόρια. Το α.… …   Dictionary of Greek

  • έδαφος — Το ανώτερο επιφανειακό στρώμα της Γης, μεταξύ του μητρικού πετρώματος και της ατμόσφαιρας, μέσα στο οποίο αναπτύσσονται τα φυτά. Το ε. είναι συνεχόμενο λεπτό στρώμα που καλύπτει τον φλοιό της Γης, εκτός από τους βράχους, τις γυμνές βουνοπλαγιές,… …   Dictionary of Greek

  • έλος — Φυσικογεωγραφικός όρος που χαρακτηρίζει μία επίπεδη και αβαθή έκταση, καλυμμένη από νερό που λιμνάζει. Το έ. είναι πιο ευρύ από το τέλμα, έχει καλύτερη υδρολογική δίαιτα από κάθε άλλη συγκέντρωση νερού, ενώ μέσα σε αυτό δεν μεταφέρονται φυτικά… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”