ἀ-βίωτος

ἀ-βίωτος

ἀ-βίωτος, nicht zu leben, unerträglich, βίος Eur. Hipp. 821, ch.; Plat. Polit. 288 e, u. Redner oft, z. B. Lys. 6, 31; Aesch. 1, 183; Dem. 24, 141; χρόνος Eur. Alc. 248; αἰών Xen. Cyr. 3, 3, 24; ἀβίωτόν ἐστι, man kann nicht leben, Plat. Menex. 246 d; ἀβ. ζῆν Legg. XI, 926 b; vergl. Eur. Ion 676; Herc. F. 1257. – Adv., ἀβιώτως διετέϑησαν ὑπὸ λύπης Plut. Hol. 7, sie mochten vor Traurigkeit nicht leben; ἔχειν, vom Kranken, aufgegeben sein, Dio. 6.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • βιωτός — βιωτός, ή, όν (Α) αυτός που αξίζει να τον ζει κανείς. [ΕΤΥΜΟΛ. < (θ.) βιω (< *gwiyō ) τού αορ. εβίων (βλ. βιώ II) ή < βίος] …   Dictionary of Greek

  • βιωτός — to be lived masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βιωτόν — βιωτός to be lived masc/fem acc sg βιωτός to be lived neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θαλασσοβίωτος — θαλασσοβίωτος, ον (Α) αυτός που εξασφαλίζει τα αναγκαία για να ζήσει από τη θάλασσα, ο θαλασσόβιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θαλασσο * + βιωτός (< βιώ < βίος), πρβλ. α βίωτος, ευ συμ βίωτος] …   Dictionary of Greek

  • κακοβίωτος — κακοβίωτος, ον (Α) αβίωτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + βιωτος (< βιῶ), πρβλ. αξιο βίωτος] …   Dictionary of Greek

  • αποχειρόβιος — ἀποχειρόβιος κ. βίωτος, ον (Α) αυτός που ζει με την εργασία των χεριών του, ο βιοπαλαιστής …   Dictionary of Greek

  • βιωτικός — ή, όν (Α) [βιωτός] βιοτικός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”