- περι-βύω
περι-βύω, ringsum verstopfen, Luc. Gall. 11.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
περι-βύω, ringsum verstopfen, Luc. Gall. 11.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
περιβύω — Α 1. στουπώνω κάτι ολόγυρα 2. χώνω κάτι ολόγυρα από κάτι άλλο 3. (κατά τον Ησύχ.) «περιβεβυσμένος περιπεφραγμένος». [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + βύω «κλείνω, αποφράσσω»] … Dictionary of Greek