- ὀνίσκη
ὀνίσκη, ἡ, dim. von ὄνος, kleine Eselinn (?).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀνίσκη, ἡ, dim. von ὄνος, kleine Eselinn (?).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ονίσκος — Γένος μικρών χερσαίων καρκινοειδών της οικογένειας των ονκπαδών, που είναι γνωστά με την κοινή ονομασία γουρουνάκια. Έχουν μήκος περίπου 12 χιλιοστά, σώμα αρθρωτό, καμπύλο προς τα επάνω· ο θώρακας και η κοιλιά είναι εφοδιασμένα αντίστοιχα με επτά … Dictionary of Greek