- προς-πυνθάνομαι
προς-πυνθάνομαι (s. πυνϑάνομαι), noch dazu fragen; Macho bei Ath. VIII, 349 a (v. 25); Arist. soph. el. 13, Pol. 15, 16, 3; Plut. Alex. 60.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προς-πυνθάνομαι (s. πυνϑάνομαι), noch dazu fragen; Macho bei Ath. VIII, 349 a (v. 25); Arist. soph. el. 13, Pol. 15, 16, 3; Plut. Alex. 60.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
Πυθώ — οῡς, ἡ, Α 1. η χώρα όπου βρίσκεται η πόλη τών Δελφών 2. οι Δελφοί. [ΕΤΥΜΟΛ. Τοπωνύμιο άγνωστης ετυμολ. Οι Αρχαίοι είχαν συνδέσει τη λ. με το ρ. πύθομαι «σαπίζω, αποσυντίθεμαι», λόγω τής αποσύνθεσης τού ερπετού που είχε σκοτώσει εκεί ο Απόλλων. Η… … Dictionary of Greek
πάμπυστος — πάμπυστος, ον (Α) 1. πασίγνωστος, γνωστότατος 2. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) πάμπυστα με πλήρη γνώση ή προς πλήρη γνώση. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + πυστός (< πυνθάνομαι)] … Dictionary of Greek
φύλακας — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 30 μ.), στην πρώην επαρχία Κομοτηνής, του νομού Ροδόπης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Θρυλορίου. * * * ο / φύλαξ ακος, ΝΜΑ αυτός που φυλάγει, που φρουρεί κάτι, που έχει τοποθετηθεί για να προστατεύει κάτι (α. «οι δύο… … Dictionary of Greek