- ἀ-βέβηλος
ἀ-βέβηλος, (nicht zu betreten, dah.) geweiht, heilig, Plut. Brut. 26 Camill. 30.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀ-βέβηλος, (nicht zu betreten, dah.) geweiht, heilig, Plut. Brut. 26 Camill. 30.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βέβηλος — allowable to be trodden masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βέβηλος — η, ο (AM βέβηλος, ον) 1. ασεβής, άπιστος 2. μιαρός, ανίερος 3. ανέντιμος, ανήθικος αρχ. μσν. αυτός που δεν έχει καθαρθεί, αμύητος σε μυστηριακή λατρεία μσν. (για φαγητό) ακάθαρτος, απαγορευμένος, εφ όσον προέρχεται από ειδωλολατρική θυσία αρχ. 1 … Dictionary of Greek
βέβηλος — η, ο 1. ανίερος, ασεβής: Βέβηλοι κατέστρεψαν το παμπάλαιο τέμπλο του ναού. 2. μτφ., αυτός που συμπεριφέρεται με τρόπο προσβλητικό σε χώρους στους οποίους δεν ανήκει: Η λογοτεχνική βραδιά καταστράφηκε από μερικούς βέβηλους που θορυβούσαν συνεχώς.… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βεβηλότερον — βέβηλος allowable to be trodden adverbial comp βέβηλος allowable to be trodden masc acc comp sg βέβηλος allowable to be trodden neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βεβηλοτέρων — βέβηλος allowable to be trodden fem gen comp pl βέβηλος allowable to be trodden masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βεβήλως — βέβηλος allowable to be trodden adverbial βέβηλος allowable to be trodden masc/fem acc pl (doric) βεβηλόω profane imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βέβηλον — βέβηλος allowable to be trodden masc/fem acc sg βέβηλος allowable to be trodden neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βεβηλότερος — βέβηλος allowable to be trodden masc nom comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βεβήλοις — βέβηλος allowable to be trodden masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βεβήλοισι — βέβηλος allowable to be trodden masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βεβήλου — βέβηλος allowable to be trodden masc/fem/neut gen sg βεβηλόω profane pres imperat act 2nd sg βεβηλόω profane imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)