- ἀν-έκ-λεκτος
ἀν-έκ-λεκτος, nicht ausgewählt, Dion. H. C. V. 3.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀν-έκ-λεκτος, nicht ausgewählt, Dion. H. C. V. 3.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
Λεκτός — gathered masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λεκτός — gathered masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λεκτός — ή, ό (Α λεκτός, ή, όν) [λέγω] αυτός που μπορεί να λεχθεί («ἀλλ ἔστ ἐκείνῳ πάντα λεκτά», Φίλ.) αρχ. 1. εκλεκτός, διαλεχτός («ἀλλ εὐσταλῆ τοι λεκτὸν ἀροῡμεν στόλον», Αισχύλ.) 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ λεκτόν α) έκφραση β) λέξη που έχει σημασία γ) στον… … Dictionary of Greek
λεκτά — λεκτός gathered neut nom/voc/acc pl λεκτά̱ , λεκτός gathered fem nom/voc/acc dual λεκτά̱ , λεκτός gathered fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λεκτόν — λεκτός gathered masc acc sg λεκτός gathered neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λεκτοῖο — Λεκτός gathered masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λεκτοῖο — λεκτός gathered masc/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λεκτοῖς — Λεκτός gathered masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λεκτοῖς — λεκτός gathered masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λεκτοί — Λεκτός gathered masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λεκτοί — λεκτός gathered masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)