- περι-βόησις
περι-βόησις, ἡ, das Ausschreien, Verschreien, Sp., übh. Lärm, Unruhe, καὶ ταραχαί, Artemid. 2, 42.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
περι-βόησις, ἡ, das Ausschreien, Verschreien, Sp., übh. Lärm, Unruhe, καὶ ταραχαί, Artemid. 2, 42.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολυβοησία — ἡ, Α η περιβοησία*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + βόησις, κατά τα θηλ. σε ία (πρβλ. περι βοησία)] … Dictionary of Greek