- ἀν-έκ-νιπτος
ἀν-έκ-νιπτος, nicht auszuwaschen, Poll. 1, 44.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀν-έκ-νιπτος, nicht auszuwaschen, Poll. 1, 44.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νίβω — και νίπτω και νίφτω (AM νίπτω και νίβω, Α και νίζω, Μ και νίβγω) 1. (αρχ. και μέσ. νίπτομαι) πλένω μέρος τού σώματος, ιδίως το πρόσωπο και τα χέρια 2. κάνω καθαρμό, καθαίρω, εξαγνίζω («νίψον ἀνομήματα μὴ μόναν ὄψιν», βυζαντ. καρκινική επιγρ. σε… … Dictionary of Greek
ευέκνιπτος — εὐέκνιπτος, ον (Α) (για χρώμα) αυτός που εξαλείφεται εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + έκ νιπτος (< εκ νίζω «εξαλείφω»)] … Dictionary of Greek
neigʷ- — neigʷ English meaning: to wash Deutsche Übersetzung: “waschen” Grammatical information: pass. participle nigʷ to Material: O.Ind. nē nēkti “wascht, purifies, cleans”, Aor. anüikšīt, pass. nijyatē, participle niktá , ninikta… … Proto-Indo-European etymological dictionary