- ἀν-έγερτος
ἀν-έγερτος, nicht aufgeweckt, unerwecklich, ὕπνος Arist. Eth. eud. 1, 5.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀν-έγερτος, nicht aufgeweckt, unerwecklich, ὕπνος Arist. Eth. eud. 1, 5.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εγερτός — ἐγερτός, ή, όν (Α) (ύπνος) εγέρσιμος … Dictionary of Greek
ἐγερτός — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγερτόν — ἐγερτός masc acc sg ἐγερτός neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγερτῶ — ἐγερτός masc/neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλινέγερτος — κλινέγερτος, ον (Μ) αυτός που σηκώνεται από το κρεβάτι, από τον ύπνο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλίνη + ἐγερτός (< ἐγείρω «σηκώνω»)] … Dictionary of Greek