ἀ-μέγαρτος

ἀ-μέγαρτος

ἀ-μέγαρτος, unbeneidet; Hom. fünfmal, Iliad. 2, 420 πόνον δ' ἀμέγαρτον ὄφελλεν; Od. 11, 400. 407 ὄρσας ἀργαλέων ἀνέμων αμέγαρτον ἀυτμήν; Od. 17, 219. 21, 362 ἀμέγαρτε συβῶτα; Apoll. lex. Hom. 25, 20 ἀμέγαρτεᾡ οὐκ ἄν τις μεγήρειεν, ὅ ἐστι φϑονήσειεν, ζηλώσειεν, ο'ον ἀμέγαρτε ἀφϑόνητε· καὶ »πόνον ἀμέγαρτον ὄφελλεν« οἷον ἔργον ἀφϑόνητον, ὃ οὐκ ἄν τις ζηλώσειεν διὰ χαλεπότητα; vgl. Buttm. Lexil. 1, 261; – Hes. Th. 666 μάχην δ' ἀμέγαρτον ἔγειραν; unglücklich Aesch. Suppl. 653; Prom. 401 ἀμέγαρτα die Leiden; Eur. Hec. 190 ἀμέγαρτα κακῶν; πάϑος ἀμ. Ar. Th. 1049; Paul. Sil. 40 (XI, 60) blutige Opfer ἀμέγαρτα; Hymn. Merc. 542 ἀμεγάρτων φῦλ' ἀνϑρώπων; Agath. 19 (V, 280).


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μεγαρτός — μεγαρτός, ή, όν (Α) [μεγαίρω] (κατά τον Ησύχ.) ζηλότυπος …   Dictionary of Greek

  • μεγαρτός — envious masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεγαρτοί — μεγαρτός envious masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”