- ἀν-έκ-πλυτος
ἀν-έκ-πλυτος, nicht auszuwaschen, unauslöschlich, γραφή Plat. Tim. 26 c; Poll. 1, 44.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀν-έκ-πλυτος, nicht auszuwaschen, unauslöschlich, γραφή Plat. Tim. 26 c; Poll. 1, 44.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πλυτός — washed masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλυτός — ή, όν, ΜΑ [πλύνω] 1. πλυμένος, καθαρός 2. (για αλεύρι) καθαρό, κοσκινισμένο 3. φρ. «πλυτὸς ἄρτος» είδος ελαφρού, εύπεπτου ψωμιού … Dictionary of Greek
πλυτόν — πλυτός washed masc acc sg πλυτός washed neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλυταί — πλυτός washed fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλυτοῖς — πλυτός washed masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλυτοί — πλυτός washed masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλυτοῦ — πλυτός washed masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλυτούς — πλυτός washed masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλυτῆς — πλυτός washed fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλυτῇ — πλυτός washed fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλυτή — πλυτός washed fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)