ἀν-έμ-φατος

ἀν-έμ-φατος

ἀν-έμ-φατος, ohne Aus- oder Nachdruck, προσώπου κατάστασις ἀν., nichtssagender Ausdruck des Gesichts, Plut. de aud. 8 M.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • φατός — spoken masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φατός — (I) ή, όν, Α 1. αυτός για τον οποίο γίνεται λόγος 2. αυτός για τον οποίο πρέπει ή μπορεί να γίνει λόγος («τὸ μήτε φατὸν μήτε ῥητὸν κάλλος», Πλούτ.) 3. μτφ. περίφημος, ξακουστός. επίρρ... φατῶς Α ρητώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φᾰ τής συνεσταλμένης… …   Dictionary of Greek

  • φατά — φατός spoken neut nom/voc/acc pl φατά̱ , φατός spoken fem nom/voc/acc dual φατά̱ , φατός spoken fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φατόν — φατός spoken masc acc sg φατός spoken neut nom/voc/acc sg φατον , φημί Spir. Prooem. pres ind act 2nd dual φατον , φημί Spir. Prooem. pres ind act 3rd dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαταί — φατός spoken fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φατοί — φατός spoken masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φατέ — φατός spoken masc voc sg φατε , φημί Spir. Prooem. pres ind act 2nd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαθ' — φατά , φατός spoken neut nom/voc/acc pl φατά̱ , φατός spoken fem nom/voc/acc dual φατά̱ , φατός spoken fem nom/voc sg (doric aeolic) φατέ , φατός spoken masc voc sg φαταί , φατός spoken fem nom/voc pl φᾱτι , φημί Spir. Prooem. pres ind act 3rd… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φατ' — φατά , φατός spoken neut nom/voc/acc pl φατά̱ , φατός spoken fem nom/voc/acc dual φατά̱ , φατός spoken fem nom/voc sg (doric aeolic) φατέ , φατός spoken masc voc sg φαταί , φατός spoken fem nom/voc pl φᾱτι , φημί Spir. Prooem. pres ind act 3rd… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θέσφατος — η, ο (Α θέσφατος, ον) (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τά θέσφατα οι θείες εντολές ή προφητείες, οι χρησμοί αρχ. 1. αυτός που έχει εξαγγελθεί, που έχει λεχθεί από τον θεό, μοιραίος 2. ο σταλμένος από τον θεό, ο θείος 3. φρ. «θέσφατόν ἐστι» είναι ορισμένο …   Dictionary of Greek

  • οδυνήφατος — ὀδυνήφατος, ον (Α) αυτός που φονεύει την οδύνη, που απαλλάσσει κάποιον από τον πόνο («ὀδυνήφατα φάρμακα πάσσων ἠκέσατο», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀδύνη + φατος (< *φατός < θείνω* «σκοτώνω»), πρβλ. δουρί φατος, πυρί φατος. Το σύνθετο αυτό… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”