- ὀξέα
ὀξέα, ἡ = ὀξύα, Sp., s. B. A. 55, 32.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀξέα, ἡ = ὀξύα, Sp., s. B. A. 55, 32.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀξέα — ὀξέᾱ , ὀξύς 2 sharp fem nom/voc/acc dual (epic ionic) ὀξύς 2 sharp fem nom/voc sg (epic ionic) ὀξύς 2 sharp neut nom/voc/acc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οξέα — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 500 μ.) της Ικαρίας. Υπάγεται διοικητικά στο δήμο Αγίου Κήρυκου του νομού Σάμου. * * * ὀξέα, ἡ (Α) βλ. οξύα … Dictionary of Greek
ὀξέᾳ — ὀξέαι , ὀξύς 2 sharp fem nom/voc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὄξεα — ὄξος poor wine neut nom/voc/acc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρβοξυλικά οξέα — Τάξη οργανικών οξέων που περιέχουν μία ή περισσότερες καρβοξυλικές ομάδες ( COOH). Τα κ.ο. μπορεί να είναι κορεσμένα ή ακόρεστα, να περιέχουν διπλούς ή τριπλούς δεσμούς, ενώ ανάλογα με τον αριθμό των καρβοξυλίων που υπάρχουν στο μόριό τους… … Dictionary of Greek
λιπαρά οξέα — Αλειφατικά οξέα, κορεσμένα ή ακόρεστα, το μόριο των οποίων αποτελείται από μία αλκυλική αλυσίδα που περιέχει από 1 μέχρι περισσότερα από 30 άτομα άνθρακα και η οποία καταλήγει σε μία καρβοξυλική ομάδα ( COOH). Είναι πολύ διαδεδομένα στη φύση,… … Dictionary of Greek
θειονικά οξέα — Οξυγονούχα οξέα του θείου, με τύπο H2SνO6 (όπου ν = 2, 3, 4, 5). Τα θ.ο. υπάρχουν μόνο σε διαλύματα, διασπώνται, αν απομονωθούν, αλλά τα άλατά τους είναι κρυσταλλικά σώματα. Το διθειονικό οξύ (H2S2O6) διασπάται εύκολα σε θειικό οξύ και διοξείδιο… … Dictionary of Greek
αζωβενζοϊκά οξέα — Οργανικές ενώσεις του τύπου HOOC.C6H5.N2.C6H4.COOH, που ανήκουν στα αζωπαράγωγα του βενζοϊκού οξέος (βλ. λ.) … Dictionary of Greek
δικαρβονικά οξέα — Οργανικές ενώσεις που φέρουν δύο καρβοξυλομάδες ( COOH). Τα περισσότερα δ.ο. είναι φυσικά προϊόντα. Τα κορεσμένα δ.ο. έχουν γενικό τύπο (CH2)ν(COOH)2 και ονομάζονται ανάλογα με τον συνολικό αριθμό ανθράκων που περιέχουν. Οι ιδιότητές τους… … Dictionary of Greek
ὀξέας — ὀξέᾱς , ὀξύς 2 sharp fem acc pl (epic ionic) ὀξύς 2 sharp masc acc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βιταμίνες — Ουσίες που βρίσκονται, σε πολύ μικρές ποσότητες, στις τροφές των ζώων και του ανθρώπου και είναι απαραίτητες για τη φυσιολογική ανάπτυξη και την υγεία τους. Παντελής ή μερική στέρηση μίας ή περισσότερων β. από το διαιτολόγιο προκαλεί παθολογικές… … Dictionary of Greek