- ἀν-έψητος
ἀν-έψητος, ungekocht, schwer zu kochen, Tim. Lex. κεραςβόλον.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀν-έψητος, ungekocht, schwer zu kochen, Tim. Lex. κεραςβόλον.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἑψητός — boiled masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εψητός — ή, ό (ΑΜ ἑψητός, ή, ον) [ἕψω] ψητός, βραστός, βρασμένος νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. τo εψητό και ψητό το ψητό, το φαγητό τού φούρνου ή τής σούβλας μσν. 1. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἑψητόν φαγητό μαγειρεμένο (βρασμένο, τού φούρνου ή τής σούβλας) 2. φρ.… … Dictionary of Greek
ἑψητόν — ἑψητός boiled masc acc sg ἑψητός boiled neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑψητοῖς — ἑψητός boiled masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑψητοῖσι — ἑψητός boiled masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑψητοί — ἑψητός boiled masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑψητούς — ἑψητός boiled masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑψητή — ἑψητός boiled fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑψητῷ — ἑψητός boiled masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑψητά — ἑψητά̱ , ἑψητής one who smelts masc nom/voc/acc dual ἑψητής one who smelts masc voc sg ἑψητής one who smelts masc nom sg (epic) ἑψητός boiled neut nom/voc/acc pl ἑψητά̱ , ἑψητός boiled fem nom/voc/acc dual ἑψητά̱ , ἑψητός boiled fem nom/voc sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυέψητος — ον, Α καλοψημένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ἑψητός, ρηματ. επίθ. τού ἕψω (πρβλ. ευ έψητος)] … Dictionary of Greek