- περκνό-πτερος
περκνό-πτερος, mit schwärzlichen Flügeln, αἰετός, Arist. H. A. 9, 32. Vgl. d. Folgde.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
περκνό-πτερος, mit schwärzlichen Flügeln, αἰετός, Arist. H. A. 9, 32. Vgl. d. Folgde.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πάρνοψ — και πόρνοψ, οπος, ὁ, Α είδος ακρίδας («ἀπό τῶν παρνόπων, οὕς οἱ Οἰταῑαι κόρνοπας λέγουσι», Στράβ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Έχει προταθεί η σύνδεση τού τ. με τα περκνός «μαύρος», «πράκνον μέλανα» (Ησύχ.) και περκνό πτερος. Ο τ. εμφανίζει κατάλ … Dictionary of Greek