ἀν-έστιος

ἀν-έστιος

ἀν-έστιος, ohne eigenen Heerd, u. darum die Heiligkeit desselben nicht anerkennend, Il. 9, 63; ohne Heimath, flüchtig umherirrend, Soph. frg. 5, mit ἄοικος verbunden, u. so Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • έστιος — ἕστιος, α, ον (Α) [εστία] 1. αυτός που ανήκει στην εστία («τοῑς ἑστίοις θεοῑς») 2. το αρσ. ως ουσ. ὁ Ἕστιος (ενν. μήνας) ονομασία ενός από τους μήνες στη Μαγνησία …   Dictionary of Greek

  • ἕστιος — of the masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑστιᾶν — ἕστιος of the masc/fem gen pl (doric) ἑστία hearth of a house fem gen pl (doric aeolic) ἑστιάω receive at one s hearth pres part act masc voc sg (doric aeolic) ἑστιάω receive at one s hearth pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) ἑστιάω …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑστίαιν — ἕστιος of the fem gen/dat dual ἑστία hearth of a house fem gen/dat dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑστίαις — ἕστιος of the fem dat pl ἑστία hearth of a house fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑστίη — ἕστιος of the fem nom/voc sg (epic ionic) ἑστία hearth of a house fem nom/voc sg (epic ionic) ἑστιάω receive at one s hearth pres imperat act 2nd sg (doric) ἑστιάω receive at one s hearth imperf ind act 3rd sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑστίην — ἕστιος of the fem acc sg (epic ionic) ἑστία hearth of a house fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑστίης — ἕστιος of the fem gen sg (epic ionic) ἑστία hearth of a house fem gen sg (epic ionic) ἑστιάω receive at one s hearth imperf ind act 2nd sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑστίοις — ἕστιος of the masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑστίῃ — ἕστιος of the fem dat sg (epic ionic) ἑστία hearth of a house fem dat sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ομέστιος — ὁμέστιος και ὁμοέστιος, ον (Α) αυτός που κατοικεί στην ίδια οικία, ο συγκάτοικος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + έστιος (< ἑστία), πρβλ. εφ έστιος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”