- ἀν-έπαλτο
ἀν-έπαλτο, aor. syne. zu ἀναπάλλω, w. m. s.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀν-έπαλτο, aor. syne. zu ἀναπάλλω, w. m. s.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐπᾶλτο — ἐφάλλομαι spring upon aor ind mp 3rd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔπαλτο — ἔπᾱλτο , ἐφάλλομαι spring upon aor ind mid 3rd sg (homeric doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εφάλλομαι — ἐφάλλομαι (ΑΜ) μσν. (για τον Λάζαρο που εγέρθηκε από τόν τάφο) σηκώνομαι με ορμή, τινάζομαι πάνω αρχ. 1. πηδώ επάνω σε κάποιον, εφορμώ, επιτίθεμαι («Ἀστεροπαίῳ ἐπᾱλτο», Ομ. Ιλ.) 2. (με δοτ. οργαν.) προσβάλλω, πλήττω κάποιον με κάτι («ἐπάλμενος… … Dictionary of Greek