ἀ-μάλθακτος

ἀ-μάλθακτος

ἀ-μάλθακτος, unerweichlich, hart, φρένες Paul. Sil. 32 (V, 234).


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μαλθακτός — μαλθακτός, ή, όν (Μ) [μαλθάσσω] αυτός που μπορεί να γίνει μαλακός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”