ὀξάλειος

ὀξάλειος

ὀξάλειος und ὀξάλιος, säuerlich; eine Art Feigen, ὀξάλεια, Ath. III, 76 a aus Apollod. Caryst. und VLL., s. ὄξαλος.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • οξάλειος — ὀξάλειος, ον (Α) [οξαλίς, ίδος] 1. όξινος, ξινός 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ὀξάλεια (κατά τον Ησύχ.) «εῑδος σύκων» …   Dictionary of Greek

  • ὀξαλείους — ὀξάλειος sourish masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀξαλείων — ὀξάλειος sourish masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀξάλεια — ὀξάλειος sourish neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀξάλειοι — ὀξάλειος sourish masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”