ἀ-μάθεια

ἀ-μάθεια

ἀ-μάθεια, , regelmäßige, aber wenig gebräuchliche Form für ἀμαϑία.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ρωσομάθεια — η, Ν η γνώση τής ρωσικής γλώσσας. [ΕΤΥΜΟΛ. < Ρώσος + μάθεια (< μαθής < μάθος (το), «μάθηση, γνώση»), πρβλ. γαλλο μάθεια] …   Dictionary of Greek

  • αρχαιομάθεια — η 1. η γνώση της αρχαιότητας 2. η γνώση της αρχαίας ελληνικής γλώσσας. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχαίος + μάθεια < μαθής < μανθάνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1826 στον Κ. Κούμα] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”