- ἀνά-βαθρον
ἀνά-βαθρον, τό, Stufe, auch erhöhter Sitz, Katheder (?).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀνά-βαθρον, τό, Stufe, auch erhöhter Sitz, Katheder (?).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ανάβαθρο — το (Α ἀνάβαθρον) νεοελλ. χτιστή σκάλα μπροστά στην είσοδο κτηρίου, που αποτελείται από λίγα σκαλοπάτια και οδηγεί σε πλατύσκαλο αρχ. ψηλό κάθισμα ή θρόνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + βάθρον < βαίνω] … Dictionary of Greek