- ἀνά-μεστος
ἀνά-μεστος (fem. ἀναμέστη Eupol. bei Schol. Ar. Pax 790), angefüllt, voll, ἔχϑρας πατρικῆς Dem. 25, 32; Mnesim. Ath. IX, 403 (V. 65).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀνά-μεστος (fem. ἀναμέστη Eupol. bei Schol. Ar. Pax 790), angefüllt, voll, ἔχϑρας πατρικῆς Dem. 25, 32; Mnesim. Ath. IX, 403 (V. 65).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κατάμεστος — η, ο (AM κατάμεστος, ον) αυτός που είναι πολύ γεμάτος με κάτι (α. «το θέατρο ήταν κατάμεστο» β. «κοτύλη κατάμεστος οἴνης»). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + μεστος (< μεστός «πλήρης»), πρβλ. ανά μεστος, επί μεστος] … Dictionary of Greek
ανάμεστος — η, ο (Α ἀνάμεστος, ον και ος, η, ον) πλήρης, γεμάτος νεοελλ. (και μτφ.) ώριμος, μεστωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + μεστός. ΠΑΡ. αρχ. ἀναμεστόω νεοελλ. αναμεστώνω] … Dictionary of Greek