- ἀ-νάματος
ἀ-νάματος, wasserlos, νῆσος, Epigr. bei Plut. de malign. Her. 39, aber die Lesart ist geändert.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀ-νάματος, wasserlos, νῆσος, Epigr. bei Plut. de malign. Her. 39, aber die Lesart ist geändert.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νάματος — νά̱ματος , νᾶμα anything flowing neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
CASTALIUS Fons — Caballinus, et Libethris dicitur. Est in radicibus Parnassi, Musis sacer. Virgilius Castaliam vocat Georg. l. 3. v. 293. Iuvat ire iugis, qua nulla priorum Castaliam molli divertitur orbita clivo. De nominis origine sic Bochart. l. 1. Chanann. c … Hofmann J. Lexicon universale
αλμυρονάματος — ἁλμυρονάματος, ον (Α) αυτός που έχει αλμυρά νάματα, δηλ. αλμυρά ρείθρα, αλμυρές πηγές. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλμυρὸς + νάματος < νᾶμα] … Dictionary of Greek
νυμφαίος — α, ο (Α νυμφαῑος, αία, ον) [Νύμφα] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στις αρχαίες θεότητες Νύμφες («νυμφαίου νάματος ἁψάμενος», Ανθ. Παλ.) 2. (το ουδ. ως ο υ σ.) το νυμφαίο(ν) ιερό τών Νυμφῶν, τόπος όπου λατρευόταν οι Νύμφες αρχ. 1. το ουδ. ως ουσ … Dictionary of Greek
φιλονάματος — ον, Α αυτός που αγαπά το νερό. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + νάματος (< νᾶμα, άματος «νερό που αναβλύζει από πηγή»)] … Dictionary of Greek
χεύμα — τὸ, ΜΑ καθετί που χύνεται και ρέει, ρους, ρεύμα (α. «πολλῷ τῷ χεύματι τοῡ νάματος», Ευσ. β. «ποτάμιον... χεῡμ ὑδάτων», Ευρ. γ. «χεῡμα θαλάσσης», Αισχύλ. δ. «χεῡμα... κασσιτέροιο» χυμένος κασσίτερος, Ομ. Ιλ.) αρχ. 1. μτφ. α) ροή, ρύση («δένδρον … Dictionary of Greek