- ἀνά-γλυφος
ἀνά-γλυφος, halb erhaben gearbeitet, geschnitzt, τὸ ἀν., = ἀναγλυφή, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀνά-γλυφος, halb erhaben gearbeitet, geschnitzt, τὸ ἀν., = ἀναγλυφή, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ολόγλυφος — η, ο (για πλαστικά έργα) σκαλισμένος γύρω γύρω σε όλες τους τις διαστάσεις, κατεργασμένος από παντού, περίοπτα γλυπτός, σε αντιδιαστολή προς τον ανάγλυφο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ολ(ο) * + γλυφος (< γλύφω «σκαλίζω»), πρβλ. ανά γλυφος] … Dictionary of Greek
τρίγλυφος — η, ο / τρίγλυφος, ον, ΝΑ 1. αυτός που έχει τρεις γλυφές («αἰχμὴ τρίγλυφος» η τρίαινα, Οππ.) 2. (το θηλ., το ουδ. και σπαν. το αρσ. ως ουσ.) η τρίγλυφος, το τρίγλυφο(ν) και σπαν. νεοελλ. ο τρίγλυφος (στην αρχ. ελλ. αρχιτ.) στοιχείο τού διακόσμου… … Dictionary of Greek