- ἀνά-ελπτος
ἀνά-ελπτος (vgl. ἀνά-εδνος), unverhofft, unerwartet, Hes. Ih. 660; vgl. ἀν-.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀνά-ελπτος (vgl. ἀνά-εδνος), unverhofft, unerwartet, Hes. Ih. 660; vgl. ἀν-.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ανάελπτος — ἀνάελπτος, ον (Α) ανέλπιστος, απροσδόκητος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ρημ. επίθ. σε τος. Η λ. απαντά στον Ησύχιο. Για την ετυμολογία της ισχύει ό,τι και για το ομηρικό ἀνάεδνος*. Κατά μία άποψη, ἀνάελπτος < ἀνα στερ. + ἔλπομαι «ελπίζω, προσδοκώ». Κατ’ άλλη… … Dictionary of Greek