ἀβάκιον

ἀβάκιον

ἀβάκιον, τό, dim. von ἄβαξ, neben τραπέζιον Lys. fr. 28 en Poll. 10, 105, – Rechentafel, Alex. Ath. III, 117 e; ὸἱ ἐπὶ τῶν ἀβακίων ψῆφοι Pol. 5, 26, 13; ἀβ. τι τῶν γεωμετρικῶν Plut. Cat. min. 70; – zum Würfeln, Poll. 10, 150.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ἀβάκιον — slabs neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀβακίοις — ἀβάκιον slabs neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀβακίου — ἀβάκιον slabs neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀβακίων — ἀβάκιον slabs neut gen pl ἀβακής speechless masc/fem/neut gen pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀβακίῳ — ἀβάκιον slabs neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀβάκια — ἀβάκιον slabs neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • АБАКА —         (от греч. άβάκιον доска). В приложении к кухонному инвентарю абака первоначально специальная доска над полым ящиком высотой в полтора метра, в которой делались вырезы (кружки) различного диаметра для постановки сосудов, имевших либо… …   Большая энциклопедия кулинарного искусства

  • Абак — Реконструкция римского абака Абак (др. греч. ἄβαξ …   Википедия

  • ADUNATUS — μονόχωρος εν τάβλη in veterib. Gloss. Graec. Lat. Adunatus in tabula, i. e. ad unum redactus calculum, ὁ μονωθεὶς, cum uno calculo solo relictus: cui calculus unus in suo loco sedeque relictus est, coeteris a collusore captis. In ludo enim… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • άβακας — I Αρχιτεκτονικό στοιχείο, χαρακτηριστικό των αρχαίων ρυθμών: η πέτρινη ή μαρμάρινη, τετράγωνη, πολυγωνική ή κυκλική πλάκα, που είναι τοποθετημένη επάνω από το κιονόκρανο. Μικρού πάχους κατά την ελληνορωμαϊκή αρχαιότητα, αποκτά μεγαλύτερο ύψος στη …   Dictionary of Greek

  • αβάκιο — το (AM ἀβάκιον) [ἄβακας] νεοελλ. η μαθηματική πλάκα, ο άβακας μσν. έκθεση μπροστά από εργαστήρια τών εμπορευμάτων που προορίζονταν για πώληση (συνών. προβολή, κραββατίνα, καθέδρα) αρχ. ως υποκ. τού ἄβαξ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”