- ἀνάκτωρ
ἀνάκτωρ, ορος, ὁ, Herrscher, Aesch. Ch. 352; πόντου Eur. I. A. 1414 u. sp. D. – Der Kaiser, D. C. 76, 4.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀνάκτωρ, ορος, ὁ, Herrscher, Aesch. Ch. 352; πόντου Eur. I. A. 1414 u. sp. D. – Der Kaiser, D. C. 76, 4.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ανάκτωρ — ἀνάκτωρ ( ορος), ο (Α) (για θεούς) αυτός που εξουσιάζει, εξουσιαστής, κυρίαρχος, άρχοντας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνάσσω. ΠΑΡ. ἀνάκτορο(ν) αρχ. ἀνακτόριος αρχ. μσν. ἀνακτορία] … Dictionary of Greek
Ἀνάκτωρ — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνάκτωρ — ἄναξ lord masc nom sg ἀνάκτωρ masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀνάκτορας — Ἀνάκτωρ masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀνάκτορες — Ἀνάκτωρ masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀνάκτορι — Ἀνάκτωρ masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀνάκτορος — Ἀνάκτωρ masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀνάκτορ' — Ἀνάκτορα , Ἀνάκτορος neut nom/voc/acc pl Ἀνάκτορα , Ἀνάκτωρ masc acc sg Ἀνάκτορι , Ἀνάκτωρ masc dat sg Ἀνάκτορε , Ἀνάκτωρ masc nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνάκτορ' — ἀνάκτορα , ἄναξ lord masc acc sg ἀνάκτορι , ἄναξ lord masc dat sg ἀνάκτορε , ἄναξ lord masc nom/voc/acc dual ἀνάκτορα , ἀνάκτορον king s dwelling neut nom/voc/acc pl ἀνάκτορα , ἀνάκτωρ masc acc sg ἀνάκτορι , ἀνάκτωρ masc dat sg ἀνάκτορε , ἀνάκτωρ … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανάκτορο — το (Α ἀνάκτορον) συνήθως στον πληθ. τα ανάκτορα βασιλική κατοικία, παλάτι νεοελλ. μέγαρο, πολυτελής κατοικία αρχ. κατοικία θεού, ναός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνάκτωρ. ΠΑΡ. ανακτορικός νεοελλ. ανακτοροειδής] … Dictionary of Greek
ανακτορία — ἀνακτορία, η (ΑΜ) [ἀνάκτωρ] 1. το αξίωμα τού άνακτος, εξουσία, ηγεμονία 2. διοίκηση τού ιππικού … Dictionary of Greek