- ἀνά-χρεμψις
ἀνά-χρεμψις, ἡ, das Aufhusten, Auswerfen, Hippocr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀνά-χρεμψις, ἡ, das Aufhusten, Auswerfen, Hippocr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
επανάχρεμψις — ἐπανάχρεμψις, η (Α) αποβολή, εξαγωγή φλεγμάτων με απόχρεμψη. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ανα χρεμψις «βήχας και εξαγωγή φλεγμάτων (< ανα χρέμπτομαι)] … Dictionary of Greek