ἀν-άττικος

ἀν-άττικος

ἀν-άττικος, unattisch, Eustath. u. a. Gramm.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • Ἀττικός — Attic masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αττικός — I Όνομα ιστορικών προσώπων, Ελλήνων και Ρωμαίων, στους ρωμαϊκούς χρόνους. 1. Ηρώδης (βλ. λ. Ηρώδης ο Αττικός). 2. Τίτος Πομπώνιος Α. (Ρώμη 109 32 π.Χ.). Καταγόταν από οικογένεια που καταγόταν απο τον βασιλιά της αρχαίας Ρώμης Νουμά Πομπίλιον.… …   Dictionary of Greek

  • αττικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Αττική, ιδιαίτερα στην Αθήνα: Στην αττική διάλεκτο γράφτηκαν τα καλύτερα έργα της αρχαίας ελληνικής λογοτεχνίας. 2. αυτός που ταιριάζει περισσότερο στους αττικούς, ιδιαίτερα στους Αθηναίους: Τα αττικά… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ηρώδης o Αττικός — (Μαραθώνας 101 – 177 μ.Χ.). Αθηναίος λόγιος και σοφιστής. Κληρονόμησε από τον πατέρα του μεγάλη περιουσία, μεγάλο μέρος της οποίας διέθεσε σε κοινωφελή έργα και για την προστασία των τεχνών. Διδάχθηκε τη φιλοσοφία και τη ρητορική από διάσημους… …   Dictionary of Greek

  • Ἀττικά — Ἀττικός Attic neut nom/voc/acc pl Ἀττικά̱ , Ἀττικός Attic fem nom/voc/acc dual Ἀττικά̱ , Ἀττικός Attic fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀττικώτερον — Ἀττικός Attic adverbial comp Ἀττικός Attic masc acc comp sg Ἀττικός Attic neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Παμφαίος — Αττικός αγγειοπλάστης του τέλους του 6ου αι. π.Χ. της μεταβατικής περιόδου από τη μελανόμορφη στην ερυθρόμορφη τεχνική. Από τα 31 αγγεία που διασώθηκαν με την υπογραφή του, ζωγραφισμένα από διάφορους αγγειογράφους, μόνο 7 ανήκουν στην παλαιά… …   Dictionary of Greek

  • Ἀττικῶν — Ἀττικός Attic fem gen pl Ἀττικός Attic masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀττικόν — Ἀττικός Attic masc acc sg Ἀττικός Attic neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀττικώτατα — Ἀττικός Attic adverbial superl Ἀττικός Attic neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀττικώτατον — Ἀττικός Attic masc acc superl sg Ἀττικός Attic neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”