- ἀ-βάσκανος
ἀ-βάσκανος, neidlos, Teles. Stob. 163, 83; Sp. auch adv.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀ-βάσκανος, neidlos, Teles. Stob. 163, 83; Sp. auch adv.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βάσκανος — one who bewitches masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βάσκανος — η, ο (AM βάσκανος, ον) 1. κακός, κακεντρεχής, που έχει κακό μάτι («βάσκανος μοίρα») 2. (για μάτια) αυτός που φέρνει βασκανία, που ματιάζει αρχ. 1. κακολόγος, υβριστής 2. συκοφάντης, διαβολεύς 3. μάγος. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποστηρίχθηκε ότι η λ. βάσκανος… … Dictionary of Greek
βάσκανος — η, ο ο φθονερός: Αισθάνθηκα έντονα τη βάσκανη ματιά του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βασκάνως — βάσκανος one who bewitches adverbial βάσκανος one who bewitches masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βάσκανον — βάσκανος one who bewitches masc/fem acc sg βάσκανος one who bewitches neut nom/voc/acc sg βάσκᾱνον , βασκαίνω bewitch aor imperat act 2nd sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βασκανώτατε — βάσκανος one who bewitches masc voc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βασκάνοις — βάσκανος one who bewitches masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βασκάνου — βάσκανος one who bewitches masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βασκάνους — βάσκανος one who bewitches masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βασκάνων — βάσκανος one who bewitches masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βασκάνῳ — βάσκανος one who bewitches masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)