- ἀν-άρετος
ἀν-άρετος, tugendlos, schlecht, Soph. frg. 146, doch lesen Andere ἀνέραστος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀν-άρετος, tugendlos, schlecht, Soph. frg. 146, doch lesen Andere ἀνέραστος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μισάρετος — μισάρετος, ον (Α) αυτός που μισεί την αρετή. [ΕΤΥΜΟΛ. < μισῶ* + αρετος(< ἀρετή), πρβλ. εν άρετος, φιλ άρετος] … Dictionary of Greek
φιλάρετος — I Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Ήταν πλούσιος γεωργός που καταγόταν από την Παφλαγονία. Έζησε τον 8o αι. και διακρίθηκε για τη φιλανθρωπική δράση του. Παντρεύτηκε την εγγονή του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Στ’ του Πορφυρογέννητου, Μαρία, και… … Dictionary of Greek
παντάρετος — έτη, ον, Α αυτός που έχει όλες τις αρετές. [ΕΤΥΜΟΛ. < παντ(ο) * + άρετος (< ἀρετή), πρβλ. εν άρετος] … Dictionary of Greek
πολυάρετος — ον, Α αυτός που έχει πολλές αρετές. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ἀρετή (πρβλ. εν άρετος, παν άρετος)] … Dictionary of Greek
αρετή — Στην πορεία της φιλοσοφικής σκέψης η α. έχει λάβει διάφορες σημασίες. Κατά την ελληνική αρχαιότητα υποδήλωνε την ικανότητα για παραγωγή ωφέλιμου αποτελέσματος. Με την πρώτη αυτή σημασία, η α. είναι προϋπόθεση ευδαιμονίας. Φυσική επιτηδειότητα και … Dictionary of Greek