ἀν-άρχομαι

ἀν-άρχομαι

ἀν-άρχομαι, (wieder) anfangen, Plut. Syll. 30.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ἄρχομαι — ἄρχω to be first pres ind mp 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄρχομ' — ἄρχομαι , ἄρχω to be first pres ind mp 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • начать — начну, начало, начальник, др. русск. начати, начьну, ст. слав. начѩти, начьнѫ ἄρχομαι, за чѩти, зачьнѫ προάγειν, болг. начна начну , сербохорв. на̏чне̑м, на̀че̑ти надрезать (хлеб) , словен. načeti, načnèm, в. луж. nаčеc, načnu, н. луж. nасеs,… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • αρκτικός — (I) ή, ό (AM ἀρκτικός, ή, όν) [άρκτος] ο βόρειος αρχ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἀρκτικά οι βόρειοι αστερισμοί. (II) ή, ό (Α ἀρκτικός, ή, όν) [άρχομαι] νεοελλ. γραμμ. συνήθ. στον πληθ. οι χρόνοι του ρήματος από τους οποίους σχηματίζονται οι… …   Dictionary of Greek

  • κανονάρχης — και κανονάρχος και καλονάρχης και καλανάρχης, ο (AM κανονάρχης, Μ και κανονάρχος και καλονάρχος) βοηθός τού ψάλτη, που τού υπαγορεύει μελωδικά την αρχή τών κανόνων τών εκκλησιαστικών ύμνων νεοελλ. μσν. μτφ. σύμβουλος, βοηθός, υποβολέας, εισηγητής …   Dictionary of Greek

  • ομοιόαρκτος — ὁμοιόαρκτος, ον (Μ) (για δύο κατά σειρά λέξεις) αυτός που αρχίζει με τα ίδια γράμματα («ἡ παρίσωσις γίνεται... κατ ἀρχὴν μὲν οἷον: προσήκει προθύμως, ὃ καὶ ὁμοιόαρκτον λέγεται», Πλαν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ομοι(ο) * + αρκτος (< ἄρχομαι)] …   Dictionary of Greek

  • ποταρχώ — έω, Α συμποσιαρχῶ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποτόν + αρχῶ (< άρχης < άρχω / άρχομαι)] …   Dictionary of Greek

  • προσάρχομαι — Α [ἄρχομαι] κάνω προσφορά …   Dictionary of Greek

  • ՍԿԶԲՆԱՒՈՐԵՄ — (եցի.) NBH 2 0721 Chronological Sequence: Unknown date, 5c, 7c, 10c, 12c, 13c ն. ἅρχομαι inchoo. Սկիզբ առնել. սկսանել. նախ զառաջինն առնել ինչ. կր. լինել. *Անդուստ եւ զհիմնարկութիւն սուրբ եկեղեցւոյ սկզբնաւորեցին. Սհկ. կթ. արմաւ.: *Սկզբնաւորեաց… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • ՍԿՍԱՆԻՄ — (սայ, սի՛ր, սեալ.) NBH 2 0722 Chronological Sequence: Unknown date, 12c հ. ՍԿՍԱՆԻՄ ἅρχομαι incipio, coepi, inchoo, initium facio, duco. որ եւ ՍԿՍՆՈՒԼ, ՍԿԶԲՆԵԼ, ՍԿԶԲՆԱՒՈՐԵԼ, իլ. Ձեռն ʼի գործ առնիլ. առաջին լինել ʼի գործել կամ ասել. սկսիլ, ...… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • k̂āk-1 : k̂ǝk-, probably k̂ā(i)k- : k̂īk- —     k̂āk 1 : k̂ǝk , probably k̂ā[i]k : k̂īk     English meaning: to jump, spring out     Deutsche Übersetzung: ‘springen, hervorsprudeln, kräftig sich tummeln”     Note: (with k̂ǝk as ablaut neologism from k̂ük )     Material: Gk. κηκίω… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”