- ἀνά-πνευστος
ἀνά-πνευστος, athemlos, Hes. Th. 797, für ἄπνευστος, wenn die Lesart sicher, mit ἀνάεδνος zu vergleichen; Herm. conj. ἅμ'ἄπνευστος. S. ἀν-.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀνά-πνευστος, athemlos, Hes. Th. 797, für ἄπνευστος, wenn die Lesart sicher, mit ἀνάεδνος zu vergleichen; Herm. conj. ἅμ'ἄπνευστος. S. ἀν-.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θεόπνευστος — η, ο (AM θεόπνευστος, ον) αυτός που γίνεται με θεία έμπνευση («θεόπνευστο κήρυγμα») αρχ. ιερός. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + πνευστος (< πνέω), πρβλ. ευ ανά πνευστος, ηδύ πνευστος] … Dictionary of Greek
ευανάπνευστος — εὐανάπνευστος, ον (Α) αυτός που μπορεί να επαναληφθεί με μια πνοή («λέξις ἡ τετελειωμένη τε... καὶ εὐανάπνευστος», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ανα πνευστος (< ανα πνέω)] … Dictionary of Greek
ανάπνευστος — η, ο (Α ἀνάπνευστος, ον) νεοελλ. ο μη αναπνεύσιμος, αυτός που δεν μπορεί κανείς να τόν αναπνεύσει, διότι είναι δηλητηριώδης ή πνιγηρός αρχ. αυτός που δεν αναπνέει. [ΕΤΥΜΟΛ. Το νεοελλ. ανάπνευστος < αναπνευστός. Η σημασία τής αρνήσεως προήλθε… … Dictionary of Greek